Γράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.
Οι τα φαιά φορούντες
και περί ηθικής λαλούντες.
Κωνσταντίνος Καβάφης,
Σε λίγες εβδομάδες η Ελληνική Δημοκρατία γίνεται 37 ετών. Δεσποινίς ετών 37, ανύπαντρη και άπροικη. Ανύπαντρη γιατί, τελικά, δεν κατόρθωσε να παντρευτεί με την αξιοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, την πρόοδο. Άπροικη γιατί το λιλιπούτειο κληροδότημα της σκεπάζεται ήδη από τον κουρνιαχτό της κατάρρευσης του άθλιου, διεφθαρμένου εξ αρχής, οικοδομήματος που έφτιαξε.
Το καλοκαίρι του 1974 η ελληνική κοινωνία πανηγύριζε ξέφρενα την πτώση της χούντας, λησμονώντας την κυπριακή τραγωδία. Ήταν η εποχή όπου η χώρα γέμισε αντιστασιακούς. Θα νόμιζε κανείς πως σύσσωμος ο πληθυσμός αυτής της χώρας επί επτά ολόκληρα χρόνια το μόνο που έκανε ήταν να αντιστέκεται στους τυράννους.
Η αλήθεια είναι κάπως διαφορετική. Στη χούντα αντιστάθηκαν ελάχιστοι. Ο Παναγούλης, ο Καράγιωργας, ο περήφανος εκδότης Βίκτορας Παπαζήσης (ο μόνος που τόλμησε να δείρει τους βασανιστές του μέσα στη φυλακή, άσχετα αν αυτό του στοίχισε βασανιστήρια που τον καθήλωσαν για ένα ολόκληρο χρόνο στο κρεβάτι), ο Μουστακλής και ορισμένες άλλες ολιγάριθμες ομάδες που συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν. Περίπου τέσσερις χιλιάδες αριστεροί και δημοκρατικοί πολίτες, αφού πρώτα γνώρισαν τη φιλοξενία των κατά τόπους κρατητηρίων της διαβόητης Κρατικής Ασφάλειας, εξορίστηκαν σε διάφορα ξερονήσια του αρχιπελάγους του Αιγαίου.
Η πλειοψηφία του πληθυσμού έτρωγε τα σάπια κρέατα του Μπάλιου (ένα σκάνδαλο ολκής για το οποίο δε δικάστηκε ποτέ κανείς), αγόραζε λευκές συσκευές για το νεοαποκτηθέν διαμέρισμα αντιπαροχής, παρακολουθούσε στους ασπρόμαυρους τηλεοπτικούς δέκτες τον «Άγνωστο Πόλεμο», την «Περίπολο της ερήμου», τον «Ιστό της αράχνης» τον «Φυγά», αλλά και τις σαχλές εκπομπές του αμετροεπώς φιλόδοξου, νεαρού τότε, Νίκου Μαστοράκη. Πιθανόν την ώρα της εκπομπής του Γεωργαλά, επίσημου προπαγανδιστή της χούντας και πρώην επιφανούς στελέχους του Κ.Κ.Ε. που αποστάτησε, κάνοντας αντίσταση, να έπλεναν τα πιάτα του βραδινού φαγητού. Βέβαια, θα μου πείτε πως υπήρχαν και οι Έλληνες του εξωτερικού που συμμετείχαν σε διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, συμμετείχαν σε διαδηλώσεις και συλλαλητήρια κλπ. Αλλά η αντίσταση από τα κλαμπ του Παρισιού, τις λέσχες των μεταναστών της Γερμανίας και τους φοιτητικούς συλλόγους της Ιταλίας δεν απειλούσε το καθεστώς των συνταγματαρχών. Ήταν όμως ένα πρώτης τάξεως πολιτικό θερμοκήπιο απ’ όπου ξεπήδησαν όλα τα προβεβλημένα, στη συνέχεια, πρόσωπα των πολιτικών κομμάτων. Το πρόσωπα που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να καταλαμβάνουν υπουργικούς θώκους, ανώτατες διευθυντικές θέσεις σε κρατικούς ή ημικρατικούς οργανισμούς, να διευθύνουν εφημερίδες και κανάλια, να αποτελούν τον «αφρό του έθνους». Με λίγα λόγια όλοι εκείνοι που «έπιασαν τα πόστα» και τα «περάσματα».
Και το Πολυτεχνείο; Το Πολυτεχνείο ανήκε και ανήκει μόνο σ’ εκείνους που ήταν μέσα εκείνες τις ημέρες. Μόνο σ’ εκείνους που με ανάταση ψυχής τα έβαλαν με το σιδερόφραχτο καθεστώς της χούντας. Σε κανέναν άλλο. Καλύτερα να το αφήσουμε ήσυχο. Αρκετά το σκύλεψαν όλα αυτά τα χρόνια.
Η περίοδος μετά τη Μεταπολίτευση έχει τρομερό ενδιαφέρον πλέον για τον ιστορικό, αλλά και για τους σύγχρονους, αν θέλουν με ψυχραιμία και νηφαλιότητα, να αναζητήσουν τις αιτίες της πρωτοφανούς πολιτισμικής κρίσης που βιώνουμε, μέρη της οποίας είναι η οικονομική, η πολιτική και η θεσμική.
Αμέσως μετά την πτώση της χούντας επανήλθε η δημοκρατική νομιμότητα στη χώρα. Άρχισαν να επαναλειτουργούν τα προδικτατορικά κόμματα, ιδρύθηκαν νέα, νομιμοποιήθηκε το Κ.Κ.Ε., έγινε δημοψήφισμα για το πολίτευμα και ο λαός επέλεξε την κοινοβουλευτική προεδρευόμενη δημοκρατία, κλείνοντας οριστικά το κεφάλαιο της βασιλείας στη χώρα.
Η περίοδος 1974 – 1980 ήταν μάλλον ένα διαρκές πάρτι με συγκεντρώσεις πολιτικών κομμάτων, φεστιβάλ κομματικών νεολαιών, κινηματογραφικά αφιερώματα σε κάθε είδους απίθανα θέματα, συλλαλητήρια αλληλεγγύης σε διάφορους λαούς, λαϊκές συνελεύσεις όπου συζητούσαν τα πάντα αλλά αποφάσεις δεν έπαιρναν, γιατί όπου δύο Ρωμιοί τρείς οι απόψεις που υπάρχουν και άλλα πολλά και πολύχρωμα και χαρούμενα και προοδευτικά.
Τα πολιτικά κόμματα που δραστηριοποιήθηκαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας, ξεκίνησαν μια άνευ προηγουμένου εκστρατεία κολακείας του λαού. Ο πάνσοφος λαός τον ανέβαζαν, ο κυρίαρχος λαός τον κατέβαζαν. Και για να μην μείνει κανένα κοινωνικό στρώμα παραπονεμένο άρχισαν να ακούγονται διάφορα συνθήματα όπως «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» (πράγμα που σήμαινε ότι οποιαδήποτε εργατική διεκδίκηση αμέσως υιοθετούνταν από όλα τα κόμματα ως δίκαιη και νόμιμη), «τιμημένη αγροτιά», «περήφανα γερατειά», «αδούλωτη νεολαία», «πρωτοπόροι φοιτητές» και άλλα πολλά. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η συντηρητική παράταξη τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, αισθανόμενη ενοχές γιατί η πλειοψηφία των οπαδών της δεν έβλεπε με άσχημο μάτι την «τάξη και ασφάλεια» που προσέφερε η χούντα, μετά το 1981 όταν για πρώτη φορά βρέθηκε στην αντιπολίτευση, υιοθέτησε όλα αυτά τα συνθήματα και τις πρακτικές των αντιπάλων της.
Η εγκαθίδρυση του πολιτισμού της κολακείας, της ενθάρρυνσης της φιλαυτίας και της προώθησης της αφόρητα ατάλαντης μετριότητας είχε συντελεστεί. Ο λαός έμαθε ότι είναι αδούλωτος, προοδευτικός, δημοκρατικός. Με δυο λόγια ήταν ο περιούσιος λαός της ιστορίας και όλοι οι υπόλοιποι τον ζήλευαν και τον φθονούσαν και απεργάζονταν μυστικά σχέδια για να τον καθυποτάξουν και να τον εξοντώσουν. Ο ελληνικός λαός έμαθε ότι «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι ζούσαν πάνω στα δέντρα». Δεν του είπαν όμως ότι στο διάστημα που διέρρευσε από τότε οι άλλοι λαοί οργάνωσαν τις κοινωνίες τους, προόδευσαν, αύξησαν τον πλούτο τους και εφάρμοσαν πιο δίκαια και αντικειμενικά κριτήρια στην ανακατονομή του. Ήταν η εποχή όπου όλοι επαίρονταν για τη νυχτερινή ζωή, τα εκπάγλου αισθητικής νυχτερινά κέντρα, τους ναούς του φωτισμού με νέον και τα παγκάρια της πλαστικής κουλτούρας όπου έριχναν τον οβολό τους, ο οποίος προερχόταν από τις επιδοτήσεις των κουτόφραγκων και των ανόητων Βόρειων που εργάζονταν με συνέπεια και φιλότιμο.
Το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του ακολουθούσε μια πολιτική κολακείας προς κάθε τι και προς πάσα ένα. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 1981, ήταν η κατάργηση των πειραματικών σχολείων, όπου η εισαγωγή γινόταν μετά από εξετάσεις και την καθιέρωση της κλήρωσης μεταξύ των ενδιαφερομένων. Η απόλυτη κολακεία της μετριότητας. Η ισότητα ως εξίσωση προς τα κάτω.
Ιδιαίτερη ευθύνη βαραίνει την αριστερά της εποχής. Έχοντας την ηθική υπεροχή ως η παράταξη των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου, τους οποίους ανελέητα δίωξε η παράταξη των νικητών, δημιούργησε την δική της μυθολογία, η οποία εκθείαζε κάθε τι το «προοδευτικό» και «αριστερό» και δαιμονοποιούσε κάθε τι που ερχόταν σε αντίθεση με την κοσμοθεωρία της, ακόμη κι αν διατυπωνόταν από σκεπτικιστές της δικής της πλευράς. Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, άγγιζε τα όρια των διωγμών, αν θυμηθούμε την περίπτωση του Παναγή Λεκατσά, του Νίκου Πουλαντζά, του Κορνήλιου Καστοριάδη, του Παναγιώτη Κονδύλη και άλλων. Όταν δεν μπορούσε να καταστείλει κάποιον, αμέσως ένα πέπλο φημών, σπερμολογίας, διαδόσεων τον περιέβαλε, με αποτέλεσμα την κοινωνική του απομόνωση. Η αριστερά, ειδικά, υιοθετούσε όλα τα αιτήματα, όλων των κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων, εμφορούμενη από την αντίληψη ότι ο «λαός έχει πάντα δίκιο». Συμμετείχε, λοιπόν, κι αυτή, έστω και εμμέσως στο «μεγάλο φαγοπότι» των δανεικών και δεν ωφελεί σε τίποτα σήμερα να κλαίει, πάλι, πάνω από την κατσαρόλα με το χυμένο γάλα, φωνάζοντας πως δεν μετείχε της πολιτικής εξουσίας.
Το σύνολο όμως του πολιτικού συστήματος, σε αγαστή συνεργασία και σύμπνοια, εξακολουθούσε να κολακεύει την κοινωνία. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η πολυθρύλητη δημοκρατία που περίμενε ο τόπος, μετατράπηκε σε μια απέραντη μετριοκρατία. Η δικτατορία των μετρίων είχε επιβληθεί με τη συναίνεση της κοινωνίας. Είναι η εποχή όπου το «νόμιμο» ή «νομιμοφανές» είναι και «ηθικό». Οι ηγεσίες κολάκευαν το λαό και ο λαός έγλειφε τις ηγεσίες. Αμφίδρομη και αμοιβαίως επωφελής σχέση.
Το άμεσο και κατακλυσμιαίο αποτέλεσμα αυτής της κολακείας ήταν η επικράτηση της μετριότητας παντού. Αρχικά, στο ίδιο το πολιτικό σύστημα, όπου οι σκεπτόμενοι, οι αιρετικοί, οι ανατρεπτικοί και, κυρίως, οι έντιμοι, παραμερίστηκαν από τους μέτριους, πλην όμως ευπειθείς στις προσταγές των ηγεσιών των κομμάτων. Στη συνέχεια το καρκίνωμα της κολακείας έκανε ταχύτατες και μαζικές μεταστάσεις σε όλο το κοινωνικό σώμα.
Στο δημόσιο τομέα είχαμε την αποθέωση της κολακείας και της μετριότητας. Οι διορισμοί γίνονταν όχι με βάση τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες των υποψηφίων, αλλά εκείνων που διέθεταν γεμάτες τις καρτέλες των κομματικών ενσήμων. Οι κολλητοί, τα μέλη των κομματικών οργανώσεων, οι έχοντες «μέσο», «βύσμα», «μπάρμπα στη Κορώνη» έβλεπαν την καριέρα τους να εκτοξεύεται στα ύψη. Καταπατήθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας, κάθε έννοια αξιοσύνης, κάθε έννοια, εν τέλει, δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα ήταν η εξάπλωση της δικτατορίας της μετριότητας και η ταλαιπωρία του πολίτη σε βαθμό εξευτελισμού.
Στα πανεπιστήμια επικράτησαν εκείνοι που αποδέχτηκαν το καθεστώς συνδιοίκησης με τους φοιτητές κι έτσι η Ελλάδα έχει την παγκόσμια αποκλειστικότητα στην ύπαρξη Σοβιέτ στα πανεπιστήμια της, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την κατάρρευση του στρατοπέδου του σοβιετικού, ψευτοσοσιαλιστικού σουρεαλισμού. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για απροκάλυπτες συναλλαγές ή, αν θέλετε, ανταλλαγές ψήφων, στις πάσης φύσεως εκλογές εντός των Α.Ε.Ι. Επικράτησαν οι θιασώτες του συνθήματος «όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών» δηλαδή οι οπαδοί της ήσσονος προσπάθειας, της λούφας κατά το κοινώς λεγόμενο. Και στον τομέα αυτό η χώρα διακρίθηκε. Είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου για το κάθε μάθημα ο φοιτητής υποχρεώνεται να εξεταστεί σε ένα και μοναδικό βιβλίο, το οποίο, όλως τυχαίως, έχει γράψει ο διδάσκων καθηγητής. Είναι η χώρα, όπου μετά την κατάργηση της βάσης του «10» για την εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. καταλύθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας, αφού και ένας οργανικά αναλφάβητος μπορούσε κάλλιστα να εισαχθεί σε κάποια σχολή, να αποφοιτήσει από αυτή και μετά να διαδηλώνει λάβρος κατά της εκάστοτε κυβέρνησης που δεν τον διόριζε στο δημόσιο τομέα.
Στο χώρο της τέχνης εγκωμιάστηκε, ενθαρρύνθηκε και προβλήθηκε παντοιοτρόπως τόσο από τα κομματικά έντυπα όσο και από κριτικούς, δημοσιογράφους και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, η χρυσή μετριότητα. Στη μουσική, στη ζωγραφική, στις εικαστικές τέχνες, στην ποίηση και την πεζογραφία. Το θέατρο και ο κινηματογράφος έμαθαν να ζουν με τις κρατικές επιχορηγήσεις. Έτσι, σιγά – σιγά, η μετριότητα στην τέχνη έγινε κρατικοδίαιτη και επιχορηγούμενη. Στην πεζογραφία και την ποίηση, κάθε ένας που έγραφε καλές εκθέσεις στο γυμνάσιο, εξέδωσε πολυσέλιδα πονήματα, τα οποία έγιναν δεκτά με διθυραμβικές κριτικές φίλων ή κολλητών «κριτικών», χρυσές μετριότητες κι οι ίδιοι, απαξιώνοντας τον κόπο, το ταλέντο και τον κάματο των αξίων. Πομφόλυγες, κοινοτυπίες, βερμπαλισμοί αποθεώθηκαν και κατέλαβαν την κορυφή των γραμμάτων δίκην κανόνα. Κάθε τι που παρέκλινε τους κανόνος έπεφτε στη μαύρη τρύπα της συνομωσίας της σιωπής και της απαξίωσης. Είναι η εποχή μιας καινοφανούς λέξης και νοοτροπίας, των P.R., των Δημοσίων Σχέσεων, δηλαδή. Η συστηματική διόγκωση του κοινωνικού κεφαλαίου των γνωριμιών και των σχέσεων, ήταν το εισιτήριο για την καταξίωση.
Στο συνδικαλισμό, στις λεγόμενες «μαζικές οργανώσεις», στα «δημοκρατικά κινήματα», στους «αγροτικούς συνεταιρισμούς» επιβλήθηκαν άνωθεν οι μέτριοι, αρκεί να μην αμφισβητούσαν την αυθεντία της ηγεσίας, αρκεί να ήξεραν να μοιράζουν το ανόμως αποκτηθέν χρήμα κατά την κοινοβουλευτική τάξη, δηλαδή αναλόγως των ποσοστών που έλαβαν τα κόμματα στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση.
Άπειρα παραδείγματα θα μπορούσε να παραθέσει κανείς. Άπειρες αιτίες για τη μελαγχολία των γενεών που ακολούθησαν της Μεταπολίτευσης, όλων εκείνων που είχαν ταλέντο, γνώσεις, ικανότητες και τους οποίους παρέσυρε το μεγαλειώδες κίνημα του απόλυτου τίποτα.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η χώρα απορφάνισε από τους άξιους, τους ταλαντούχους, τους δεξιοτέχνες. Πολλοί αποσύρθηκαν, άλλοι ξενιτεύτηκαν (και πρόκοψαν στο εξωτερικό). Το σύστημα όμως είχε κάνει τη δουλειά του. Είχε υπονομεύσει κάθε έννοια αριστείας, κάθε προσπάθεια διάκρισης, κάθε θέληση για ανταγωνισμό.
Και έτσι, βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις της νέας εποχής που έφερε η κρίση. Τώρα κλαίνε και οδύρονται οι πολίτες. Βγαίνουν «αγανακτισμένοι» στις πλατείες και ζητούν «άμεση δημοκρατία» (δίχως καν να γνωρίζουν το περιεχόμενο τόσο του ουσιαστικού όσο και του επιθετικού προσδιορισμού που το συνοδεύει).
Η πολιτική όμως της κολακείας και η αποθέωση της μετριότητας συνεχίζεται και στις μέρες μας. Διάφοροι παροπλισμένοι πολιτικοί, κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι και προπέτες καλλιτέχνες, από του άμβωνος της πλατείας (η οποία λειτουργεί παράλληλα και ως κολυμβήθρα όλων των ανομημάτων, μα κυρίως της ανοχής και της συμμετοχής στην προηγούμενη κατάσταση) καλούν τους αλλόφρονες και αλαλάζοντες πολίτες να υπερασπιστούν την προτεραία κατάσταση, τους προτρέπουν να επιστρέψουν στο παλιό, σίγουρο, μέτριο, καθεστώς, όπου όλα ήταν ωραία και καλά και κανείς δεν τους ενοχλούσε.
Το αδιέξοδο αυτής της κατάστασης είναι και προφανές και εμφανές. Μόνο που δεν είναι βολικό. Ο περήφανος λαός αυτής της χώρας έχει μάθει να του χαϊδεύουν τα αυτιά. Να τον κολακεύουν για αρετές και ιδιότητες που δεν έχει. Έχει συνηθίσει να κρύβουν κάτω από το αγορασμένο σε εξήντα άτοκες δόσεις βαρύτιμο χαλί της λησμονιάς, όλα τα ελαττώματα και τα μειονεκτήματα του. Δυστυχώς όμως, στις μέρες μας, δεν μπορούμε να πούμε ότι «Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν» (τυχερός αυτός που διδάχτηκε από την ιστορία) που μας κληροδότησε ο Ευριπίδης.
Η υστερία που επικρατεί, οι κραυγές και οι κατηγορίες μέχρι και για εσχάτη προδοσία, αποκαλύπτουν περίτρανα πως η τυραννία της μετριότητας δεν θα παραδώσει εύκολα την εξουσία. Και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο απ’ όλα.